- ἑκατεράκις
- ἑκατεράκιςat each timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκατεράκις — ἑκατεράκις (Α) επίρρ. 1. και τις δύο φορές 2. και προς τις δύο κατευθύνσεις … Dictionary of Greek